- βλαχοδήμαρχος
- ο1) староста валашской деревни; 2) перен. мужик, деревенщина; 3) щедрый на посулы обманщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλαχοδήμαρχος — ο 1. δήμαρχος μικρού χωριού που κατοικείται από βλάχους 2. δήμαρχος μικρού, καθυστερημένου χωριού 3. νεόπλουτος χωριάτης με άξεστους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + δήμαρχος. Η λ. στον πληθ., βλαχοδήμαρχοι, οι, μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek
βλαχοδήμαρχος — ο μτφ., άξεστος, αγροίκος, χοντροκομμένος: Η κόρη τους παντρεύτηκε ένα βλαχοδήμαρχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)